Ένας τοίχος στη μέση του βιβλίου, του Jon Agee. Πρώτη ανάγνωση. Η Μαμά και ο Γιωργής ανοίγουν το βιβλίο. Υπάρχει ένας τοίχος στη μέση του βιβλίου. Σε κάθε σελίδα, από την αρχή μέχρι το τέλος −σχεδόν. Αριστερά βλέπουμε έναν μικρό ιππότη, κουβαλάει μια σκάλα και την τοποθετεί στον τοίχο. Θέλει να ανέβει να τον φτιάξει γιατί έχει ξεκολλήσει ένα τούβλο. Ο μικρός ιππότης λέει για τον τοίχο και πόσο καλό είναι που υπάρχει γιατί τον προστατεύει από τον γίγαντα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του βιβλίου.
Παράλληλα με την αφήγηση του μικρού ιππότη, αυτή η πλευρά του βιβλίου σιγά σιγά γεμίζει νερό. Δεξιά βλέπουμε κάποια άγρια ζώα που προσπαθούν να σκαρφαλώσουν τον τοίχο, αλλά δεν τα καταφέρνουν και φεύγουν. Μετά εμφανίζεται ο γίγαντας· είναι αγέλαστος με παχιά φρύδια, έντονο βλέμμα και μεγάλο ρόπαλο. Στο μεταξύ, ο ιππότης είναι σκαρφαλωμένος στη σκάλα, ενώ από κάτω η στάθμη ανεβαίνει όλο και περισσότερο και αρχίζουν να εμφανίζονται περίεργα θαλάσσια είδη. Ο γίγαντας προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά ακουμπώντας το αυτί του στον τοίχο. Η αριστερή πλευρά γεμίζει μέχρι πάνω νερό, ο μικρός ιππότης τρομάζει και πέφτει μέσα. Ο γίγαντας σκαρφαλώνει στο ρόπαλό του για να δει πίσω από τον τοίχο και ξαφνικά μια χερούκλα βοηθείας σώζει τον μικρό ιππότη.
Γίγαντας και ιππότης βρίσκονται τώρα στη δεξιά πλευρά του τοίχου. Ο ιππότης τον ευχαριστεί, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στην άλλη πλευρά και ότι αντικρίζει τον γίγαντα που νομίζει ότι θέλει να τον φάει! Ο γίγαντας ξεσπάει σε γέλια και του λέει ότι είναι καλός και αυτή η πλευρά είναι καταπληκτική. Στο μεταξύ, την αριστερή πλευρά την έχει καταλάβει ένα τεράστιο θαλάσσιο τέρας που καταπίνει τα πάντα στο διάβα του. Η ιστορία τελειώνει με τον μικρό ιππότη να περνάει φανταστικά με τους νέους του φίλους στην άλλη πλευρά του βιβλίου που απλώνεται τώρα και στις δύο σελίδες. Τέλος.
Πρόκειται για ένα παιδικό βιβλίο με ένα μεγάλο, ξεκάθαρο μήνυμα σχετικά με τις προκαταλήψεις, τον φόβο για το διαφορετικό, τον υποτιθέμενο κίνδυνο που έρχεται από «έξω» και τα ανόητα τείχη που υψώνουμε για να προστατευτούμε, όπως έχουν γράψει πολλές κριτικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και έχει λάβει πάμπολλες διακρίσεις, καθώς και ειδική μνεία από την κριτική επιτροπή για το βραβείο Bologna Ragazzi 2020.
Ωστόσο, θα ήθελα να πω και κάτι ακόμη, γιατί το βιβλίο του Jon Agee έτυχε να πέσει στα χέρια μου την περίοδο που ολοκληρωνόταν η μετάφραση του βιβλίου Μιλώντας σε αγνώστους του Malcolm Gladwell, και η σύνδεση αυτών των δύο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Νομίζουμε ότι οι άγνωστοι είναι εύκολες περιπτώσεις που μπορούμε να ψυχολογήσουμε και να κατανοήσουμε στο πι και φι. Στο πρώτο φιλτράρισμα που κάνουμε για να δούμε αν ο άλλος είναι φιλικός ή απειλητικός, βασιζόμαστε σε προϋπάρχουσες ιδέες σχετικά με το καλό και το καλό, οι οποίες πατούν πάνω στην εξωτερική εμφάνιση, στη συμπεριφορά και στη γλώσσα του σώματος.
Η εξωτερική εμφάνιση αφορά τόσο το πρόσωπο όσο και το σώμα. Εξετάζουμε αν ο άγνωστος είναι όμορφος ή άσχημος. Αν φαίνεται «φυσιολογικός» και μπορούμε να ταυτιστούμε με την εικόνα του, ή αν φαίνεται «διαφορετικός» και μας ξενίζει η εικόνα του. Αν το σώμα του δείχνει υγιές, αν είναι παραμορφωμένο, ή αν έχει διαφορετικές διαστάσεις από τις συνήθεις.
Υποθέτουμε ότι η συμπεριφορά κάποιου αντανακλά τις πραγματικές του σκέψεις, συναισθήματα και προθέσεις. Όταν μας μιλάει, μας κοιτάζει στα μάτια ή αποστρέφει το βλέμμα; Μιλάει σταθερά ή κομπιάζει; Κοκκινίζει ή δείχνει ψυχραιμία; Κάνει νευρόσπαστες κινήσεις ή ήρεμες χειρονομίες και προβλέψιμους μορφασμούς;
Γιατί η εξωτερική εμφάνιση και η συμπεριφορά επηρεάζουν τις απόψεις μας για το «ποιόν» ενός αγνώστου; Γιατί οι προκαταλήψεις της ομορφιάς και της ασχήμιας οδηγούν σε προκαταλήψεις για την επικινδυνότητα ή μη του αγνώστου; Πρόκειται για ένα φαινόμενο που το συναντάμε πολύ συχνά τόσο στις ιστορίες για παιδιά, όσο και στις ιστορίες των μεγάλων, όπου πολλές φορές συγχέουμε την ομορφιά με το ακίνδυνο και το διαφορετικό με το επικίνδυνο.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούργιο· μάλιστα, είναι τόσο παλιό όσο ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) και ο Τσεζάρε Λομπρόζο (1835-1909). Ο Δαρβίνος, στο βιβλίο του Η Έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα (1872), αναφέρει ότι το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας και οτιδήποτε νιώθουμε απεικονίζεται εκεί μέσω των σωματικών μας εκφράσεων. Ο Λομπρόζο, Ιταλός γιατρός και εγκληματολόγος, επηρεασμένος από τον Δαρβίνο, ισχυριζόταν ότι οι εγκληματίες μπορούν να αναγνωριστούν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, όπως ασυμμετρία προσώπου, στενό μέτωπο, μικρά μάτια, λοξή μύτη, υπέρμετρα ζυγωματικά, τεράστιο σαγόνι, κ.ά. Και παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια και αυτές οι θεωρίες έχουν πλέον διαψευστεί, εξακολουθούν να μας επηρεάζουν σε διάφορους τομείς της ζωής μας.
Γιατί πολύ συχνά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους «καλούς» από τους «κακούς»; αναρωτιέται ο Malcolm Gladwell. Και μία από τις θεωρίες που παρουσιάζει για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό είναι η θεωρία της διαφάνειας του ψυχολόγου Tim Levine. Η διαφάνεια είναι ένα άκρως σημαντικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε τους αγνώστους και «εκφράζει την άποψη ότι η συμπεριφορά και η στάση των ανθρώπων −ο τρόπος που παρουσιάζουν τον εαυτό τους εξωτερικά− αποτελούν ένα αληθινό και αξιόπιστο παράθυρο για το πώς νιώθουν εσωτερικά.»
Απόρροια της διαφάνειας είναι η δημιουργία των στερεοτυπικών προφίλ, όπως του ψεύτη, του αθώου, του χαρούμενου, του λυπημένου, του νευριασμένου, του έκπληκτου, κ.ο.κ., τα οποία έχουν αναπτυχθεί κατά κύριο λόγο από την τηλεόραση και τα μυθιστορήματα. Όταν η έκφραση του προσώπου και η συμπεριφορά ενός ατόμου ταιριάζει με το αντίστοιχο στερεοτυπικό προφίλ, τότε νιώθουμε ότι ο άγνωστος συμβαδίζει με τις προσδοκίες μας γιατί φαίνεται ότι οι προθέσεις του συμφωνούν με τη συμπεριφορά του. Αλλά όταν έχουμε απέναντί μας αγνώστους που δεν ταιριάζουν σε στερεοτυπικά προφίλ, εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Γιατί μπορεί να πέσουμε θύματα απατεώνων που δείχνουν ειλικρινείς, ή να μην πιστέψουμε ανθρώπους που λένε την αλήθεια επειδή δείχνουν ένοχοι, για παράδειγμα κοκκινίζουν ή αποστρέφουν το βλέμμα τους.
Σύμφωνα με τα στερεοτυπικά προφίλ, οι βασικές κατηγορίες είναι 1) άνθρωποι που είναι καλοί και δείχνουν καλοί, 2) άνθρωποι που είναι καλοί αλλά δείχνουν κακοί, 3) άνθρωποι που είναι κακοί και δείχνουν κακοί, και 4) άνθρωποι που είναι κακοί αλλά δείχνουν καλοί.
Έτσι δικαιολογείται και η αρχική «δαιμονοποίηση» του γίγαντα στον Τοίχο στη μέση του βιβλίου. Δεν τον γνωρίζουμε αλλά σύμφωνα με προηγούμενα παραμύθια και λαϊκές παραδόσεις, οι γίγαντες εκφράζουν το στερεοτυπικό προφίλ του κακού στην ιστορία. Και εφόσον βλέπουμε ότι έχει παχιά φρύδια, έντονο βλέμμα και δεν χαμογελάει, μας οδηγεί να πιστέψουμε τα λόγια του μικρού ιππότη. Ωστόσο, ο γίγαντας είναι ένας χαρακτήρας που δείχνει κακός αλλά είναι καλός. Κι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αριστερή πλευρά του βιβλίου, όπως αντιλαμβανόμαστε στο τέλος του, όπου υπάρχει ένα άλλο άγνωστο τέρας που δείχνει κακό και είναι κακό, αφού φαίνεται να έχει φάει τα πάντα στο πέρασμά του.
Κατά συνέπεια, το βιβλίο του John Agee δεν λέει ότι όσοι δείχνουν κακοί ή διαφορετικοί δεν είναι κακοί. Ούτε ότι δεν πρέπει να υψώνουμε τείχη. Γιατί μερικές φορές πρέπει να τα υψώνουμε απέναντι στο πραγματικά κακό, να περιορίζουμε οτιδήποτε έχει πρόθεση να μας βλάψει και να απομακρυνόμαστε. Αλλά πολλές φορές θα πρέπει να επανεξετάζουμε θεωρήσεις που ασπαζόμαστε και να μην υψώνουμε ενστικτωδώς, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, τείχη απέναντι στο διαφορετικό απλώς επειδή είναι διαφορετικό, εφόσον δεν γνωρίζουμε, ή προτού ανακαλύψουμε, την πραγματική του φύση.
Ο Τοίχος στη μέση του βιβλίου θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί ένα από τα πολλά, χαρακτηριστικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Malcolm Gladwell στο βιβλίο του Μιλώντας σε αγνώστους για να μας δείξει πόσο δύσκολο είναι να αποκρυπτογραφούμε τους αγνώστους. Ή θα μπορούσε να αποτελεί ένα είδος συνοδευτικού βιβλίου για το δεύτερο που συνοψίζει τις βασικές ιδέες σε εικόνες· ή θα μπορούσε να είναι η «προσαρμογή» του Μιλώντας σε αγνώστους για παιδιά. Ή αυτά τα δύο βιβλία θα μπορούσαν να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ένας τοίχος στη μέση του βιβλίου, δεύτερη ανάγνωση. Η Μαμά και ο Γιωργής ανοίγουν το βιβλίο και εστιάζουν στη δεξιά πλευρά με τα ζώα και τον γίγαντα. Τώρα που γνωρίζουν την πλοκή και το τέλος, κάνουν υποθέσεις για τις σκέψεις και τις προθέσεις των χαρακτήρων και πλάθουν υποθετικούς διαλόγους.
«Γρήγορα, φωνάξτε τον γίγαντα με το μακρύ χέρι! Ο ιππότης κινδυνεύει!»
Πηγές:
Κάρολος Δαρβίνος, Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα, επιμέλεια Paul Ekman, μετάφραση Κατερίνα Λιγκοβανλή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017.
Πηνελόπη Σπεντζούρη, “O ρόλος της «φυσιογνωμίας» στη κατασκευή του (εγκληµατολογικού) πορτραίτου του ανθρωποκτόνου στην σύγχρονη αστυνομική έρευνα” (https://pinelopispentzouri.wordpress.com/εγκληματολογικά/από-τη-θεωρία-του-lombroso-στη-κατασκευή-του-ε/)
Jon Agee, Ένας τοίχος στη μέση του βιβλίου, μετάφραση Ηλιάνα Αγγελή, εικονογράφηση Jon Agee, Κλειδάριθμος, 2020.
Malcolm Gladwell, Μιλώντας σε αγνώστους: Τι πρέπει να γνωρίζεις για ανθρώπους που δεν γνωρίζεις, μετάφραση Δάφνη Παπαδούδη, Κλειδάριθμος, 2020.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στον oanagnostis.gr
コメント